- χρεοφείλης
- χρε-οφείλης dub. in A.D.Pron.5.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρεοφείλης — ὁ, Α πιθ. αυτός που έχει χρέη, χρεωφειλέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ὀφείλω] … Dictionary of Greek